- βακτηρία
- ητο μπαστούνι, το δεκανίκι, το ραβδί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βακτηρία — βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc/acc dual βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρία — βακτηρία, η (AM) ραβδί, μπαστούνι μσν. στήριγμα, βοήθεια αρχ. το ραβδί των δικαστών, έμβλημα του αξιώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βακτηρία προέρχεται πιθ. από *βακτήρ, υποθ. τ. παράλληλος προς το βάκτρον* (πρβλ. αροτήρ, άροτρον). Βάση αυτών των… … Dictionary of Greek
βακτηρίᾳ — βακτηρίαι , βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτήρια — τα μικροσκοπικοί οργανισμοί που απαντούν σε όλα τα φυσικά περιβάλλοντα, σε τεράστιους αριθμούς, τα περισσότερα χρήσιμα ή αβλαβή, ενώ μερικά προκαλούν ασθένειες … Dictionary of Greek
βακτήρια — τα βακτηρίδια, βάκιλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βακτήρια — βακτήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίας — βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem acc pl βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαι — βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαν — βακτηρίᾱν , βακτηρία staff fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαιν — βακτηρία staff fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)